NA LISTI Od 04.8.2010.g. /
LISTED SINCE August 4th, 2010 among leading European magazines: |
All Rights Reserved
Publisher online and owner: Sabahudin Hadžialić, MSc Sarajevo & Bugojno, Bosnia and Herzegovina MI OBJEDINJUJEMO RAZLIČITOSTI... WE ARE UNIFYING DIVERSITIES |
Vasia Bakogianni, Athens, Greece
She is 26 years old and lives in Athens, Greece. Graduated from the Department of Primary Education of the University of Athens and I am a musician. She has been writing for two years now and she's had her first poetry collection published 2012., under the title "Paranyxides"(Cuticles) by Xaramada Publishing.
VILLA AMIRA, Street Ante Starčevića 33,
|
LP vinyl sell from
|
Snaga misli
Reflektovana poetika u susretu sa uobličavanjem izraza kao nadgradnjom misli. Stavovi sa konkretnim usmjerenjima. Misli sa nadahnutim suočavanjima. Čime? Zbog čega? Prema kome? Vasia Bakogianni, pjesnikinja koja, kako sama kaže, pokušava prikazati urbani stil života i odnose među ljudima u susretu, odnosno integriranju, sa brzim ritmom načina života ispunjenim nasiljem. No, postoji i kvaka 22 unutar navedenih riječi. Naime, mladost reagira brutalno na surove nakane svijeta u kojem živimo. Ne šuti više zbunjena pred naraslim apetitima neoliberalnih nagona. Da, urbanog daha, poetikom vabi. Smisao života. I sebe u njemu. Danas. I ovdje. Snagom misli. Riječ urednika Sabahudin Hadžialić 25.12.2012. |
The power of thoughts
Reflected poetry in its encounter with the shaping of phrases as the superstructure of thoughts. Attitudes with specific orientations. Thougths with inspiring confrontationa. With what? Why? Towards whome? Vasia Bakogianni, the poetess who, as she says, is trying to depict urban lifestyle and human/social relationships, integrating a fast beat and a violent/intense imagery. But there's a catch 22, within the mentioned words. Namely, youth reacts brutally on the cruel intentions of the world in which we live. No more being silent in front of the increased appetites of neoliberal instincts. Yes, through urban breath, wooing with poetry. The meaning of life. And herself in it. Today. And here. With the power of thoughts. Editor's word Sabahudin Hadžialić 25.12.2012. |
English
The last of the remaining birds
Drive by malodor
at 6 a.m.
a close up confrontal
of the serious kind
leaves the chanteuse
for a comatose boon
spoon of arsenic
pedigree stricken
Godfried, the nurtured
and Sigma, the mute
lift her on arms
a queen of the prom
charade is her fancy
waltzes on ice
loots enterprises
and Godiva laughs
Wiretapped
Some do confide in me
I'm not in clan.
Come as a single mother of ideas
expert in cooling the coyote hunt
surviving tundras and the trench foot
without counselling
A no man's land is beating
down a bosom ravine
Fretfully large.
With the forensics quarrel
I bargain skins
whereas they breed me adulation
It's procreation of the game owning
the blueprint, appointing me host
of this encumbrance
Famous last words post
love of power
to my mailbox
and by the dawn it's
deleted with a statement.
Some will die trying,
yes of course.
I'm not in plan.
Denial
The glass hoists
its reality
I'm in denial
I can no longer hide
in a wardrobe
and speak myself to
unrepeated thrills
We parted ways.
THEY prostitute
caught in a poker game,
while I am taming
confrontation
I want to thank him
it is late
he might think
I was turned
and truth is, I omitted
taking sides
all along
So I do nothing
the turmoil
never ends
the pest is marching
my love goes empty
an empty word
my conscience too
I want to call him
reason with him
assure him there are things
to save
but human flaws
soothe it.
I am staying timid.
V g b n d s
Befriended by
congenial cues
it serves them to dine
with X- rays overtly
believe in the history of
unfortunate attics
and love crystal glaciers
in parking lots of dune
a crib of a limp
a shuttle or corkscrew
the mediums to rate,
contain them a barter
a lie for a gimmick
a saw for a kiss
a lutheran mime
a stencil of lipstick.
Yard's Rave
“And the sun would turn into a jellyfish,
sucking the poor beast out of it.”
“There lies a sacrifice.
The one I’ll share with those,
who blinder than a mole,
and weaker than a stick,
recall me as the mad man.
Still.
There is an opposition ladies, look.
It will be led on a deranged rollercoaster.”
The last of the remaining birds
Drive by malodor
at 6 a.m.
a close up confrontal
of the serious kind
leaves the chanteuse
for a comatose boon
spoon of arsenic
pedigree stricken
Godfried, the nurtured
and Sigma, the mute
lift her on arms
a queen of the prom
charade is her fancy
waltzes on ice
loots enterprises
and Godiva laughs
Wiretapped
Some do confide in me
I'm not in clan.
Come as a single mother of ideas
expert in cooling the coyote hunt
surviving tundras and the trench foot
without counselling
A no man's land is beating
down a bosom ravine
Fretfully large.
With the forensics quarrel
I bargain skins
whereas they breed me adulation
It's procreation of the game owning
the blueprint, appointing me host
of this encumbrance
Famous last words post
love of power
to my mailbox
and by the dawn it's
deleted with a statement.
Some will die trying,
yes of course.
I'm not in plan.
Denial
The glass hoists
its reality
I'm in denial
I can no longer hide
in a wardrobe
and speak myself to
unrepeated thrills
We parted ways.
THEY prostitute
caught in a poker game,
while I am taming
confrontation
I want to thank him
it is late
he might think
I was turned
and truth is, I omitted
taking sides
all along
So I do nothing
the turmoil
never ends
the pest is marching
my love goes empty
an empty word
my conscience too
I want to call him
reason with him
assure him there are things
to save
but human flaws
soothe it.
I am staying timid.
V g b n d s
Befriended by
congenial cues
it serves them to dine
with X- rays overtly
believe in the history of
unfortunate attics
and love crystal glaciers
in parking lots of dune
a crib of a limp
a shuttle or corkscrew
the mediums to rate,
contain them a barter
a lie for a gimmick
a saw for a kiss
a lutheran mime
a stencil of lipstick.
Yard's Rave
“And the sun would turn into a jellyfish,
sucking the poor beast out of it.”
“There lies a sacrifice.
The one I’ll share with those,
who blinder than a mole,
and weaker than a stick,
recall me as the mad man.
Still.
There is an opposition ladies, look.
It will be led on a deranged rollercoaster.”
|
|
Greek
Θα γίνω σαν αυτόν τον κάποιον
καλός και άγιος και καινούριος
απλός και γνήσιος
με ομόνοια στο φρόνημα
λιβάνια και φαλάγγια κόπων στο χαρτί.
Στείλε αφοσίωση σ' αυτόν που ξέρει τι ζητάς
και το φαί σου θα στο δέσει με τον κύβο
με νεύρα που αντηχούν -θα σκέφτεσαι κομψά
κάτοικε του Πογκρόμ-
ως πέρα κάτω από τους γερανούς,
τους πρόθυμους αναγνωστάριους,
τους χολικούς και πρόσφατα δαρμένους.
Έλα άλογο που θέλει χαλινάρι,
κολλύριο αποδοχής και θα υπάρξεις στη μικρή σου πόλη
έπειτα.
Κάντο να μοιάζει με αυτόν τον κάποιον.
Να μπαίνει σε σελίδες και να χωράει σε κασετίνες,
να γράφεται στις τουαλέτες των σχολείων,
να δέχεσαι τηλέφωνα και να' ναι το βραβείο.
Υπάρχει ένας Θεός, πατέρας, παντομίμος και για σένα
κειμενογράφε της προφυλαγμένης αλητείας
μ' ένα σκληρό ψωμί είσαι κεφάτος
γιατί η εκτίμηση είναι το δώρο της δεκαπεντάλεπτης θυσίας σου.
Και πάλι φίλοι.
Άρχοντες, κουρελούδες και βαρθολομιοί
προκρίνονται για το καρότο.
Σ' αυτό το πανδοχείο
στη μέση του Ατλαντικού
άνοιξα τα φτερά μου
αποκοιμήθηκα ένα τρίλεπτο
κι αυτά σήκωσαν σκόνη μέχρι τη Σαχάρα
κάποιος μου μίλησε σε ξένη γλώσσα
έμαθα αργότερα ότι ήταν αγγλικά
μου έλεγε να μείνουμε κάτω απ' το νερό
και μου' κλεισες το στόμα
Ήθελα να σου πω ότι μούσκεψε το φουστάνι μου
ότι φοβόμουνα και ήθελα να φύγω
αλλά δε μ' άφησες
Σε είχα αγοράσει για 100 δραχμές
και ήθελα να φύγω
εκείνη τη στιγμή,
να πω ότι ήσουν επικίνδυνος.
Πάντα το θέλω
πάντα θέλω να δω τι γίνεται στο τέλος
χωρίς την ενδιάμεση αγωνία.
μα μοιραζόμασταν τα ίδια χούγια πρώτα και ύστερα
Τότε μου έλεγες για κάμερα μέσα σ' ένα κουτί
που θα' βαζες κρυφά στην αίθουσα
και θα τραβούσες χωρίς να υποπτευθούν οι άλλοι
Θα ήμασταν προνομιούχοι
Θα ζούσαμε σ' ένα πανί για πάντα.
Τώρα μπορώ να έχω όλο το αφιέρωμα δικό μου
χωρίς κανέναν ανταγωνισμό
Μπορώ να είμαι δόκτορας της άχρηστης πληροφορίας
γιατί είμαι ο μόνος διεκδικητής.
Μπορώ να έχω όλο το βυθισμένο πλοίο
και μια αφίσα που θα δείχνει
το ταξίδι χωρίς να σ'έχω συναντήσει,
αφού σ΄ αγόρασα.
για 100 δραχμές.
και ήμουν μες στην αγωνία
ένα ευτυχισμένο κατακάθι
που κύκλωνε το μύθο
ο έρωτάς μου δε σταματούσε σε γωνίες,
δεν αναγνώριζε ούτε σύνορα, ούτε φάτσες φτωχές,
ήταν το αύριο σταματημένο σε μια προπέλα που
έσκιζε το προσδόκιμο
και όταν πέταξες το κιβώτιο και το είδα
ήξερα ότι η φιλοδοξία σου είχε εκπληρωθεί
και ότι δε σ' ένοιαζε ποτέ
ότι η τσουγκράνα που αναμούχλευε την άμμο
ήταν δικιά σου, δικιά σου και η κάρτα, μου την έδωσες
γιατί έτσι θα σ' έκανες χαρούμενο
κι εμένα αλκοολική
με το νερό του ωκεανού
πλησίασα και κοίταξα τη φάτσα μου στο τζάμι
απ' το πλάι
και κούνησε μια τρίχα αντιδραστικά το χέρι της
μόνο αυτή ήταν δικιά μου
Την πήρα και την πούλησα,
για 186 ολόκληρα λεπτά
έφτιαξα καρτ ποστάλ εμένα αγκαλιά
με το παγόβουνο
και στο' στειλα να δεις ότι είναι αληθινό
και να λυγίσεις μια στιγμή
αργά το βράδυ πριν ξαπλώσεις.
Με μία απόχη χωρίς λέξεις χωρίς πάνες χωρίς τζαμένια φέρετρα χωρίς απολογίες χωρίς χρέη που ξεπηδούν ζητώντας πληρωμή χωρίς την ανανέωση της πίστης και όρκων που δε βρίσκουνε παρόν χωρίς φανταστικές ανισώσεις που οδηγούν σε κορυφές και πρόποδες χωρίς κάποιον να στέκεται σε τίποτα απ' τα δύο χωρίς μνήμες χωρίς λάθη χωρίς συμβολισμούς χωρίς ταυτίσεις και αναμνήσεις με ελέγχους χωρίς ελέγχους με χρόνο καμένο μέσα σ' ένα δέντρο αλλά χωρίς το τέλειο χωρίς τη γνώση του χωρίς τη δυστυχία της χωρίς τη μολυσματική ασθένεια της υποψίας και του κακόφωνου τρελού που λέει "μπούρδες" -εγώ τα λέω εγώ τ' ακούω- χωρίς τα χαρτομάντιλα ή τα μπρελόκ χωρίς την άσφαλτο χωρίς τσιγάρα με τσιγάρα με σέσουλες και κούραση ταυτόχρονα με επιφάνεια με σάλτο στην πισίνα διαστημικής ταράτσας χωρίς φίλους που λένε ακόμα σ' αγαπώ χωρίς αυτοκόλλητα από γαριδάκια χωρίς παπούτσια με αερόσολες μόνο ριμπάουντ με τύψεις με κυνήγι στα αβαθή για το χαμένο χρυσάφι χωρίς τον σιωπηλό με τον σιωπηλό χωρίς οίκτο χωρίς αντοχή χωρίς μια στιγμιαία άφεση εαυτού χωρίς να διαφαίνεται ο λόγος χωρίς να μένει γη κάτω απ'τα πόδια μας απ΄τη νεροποντή χωρίς να στέκουμε στο ίδιο μέρος πλέον χωρίς να στέκαμε κάπου γόνιμα ποτέ με λύσσα με πρακτική βεβαιότητα χωρίς απάτες μεταμόρφωσης χωρίς τρικλοποδιές στα σκαλοπάτια χωρίς ανάγκες ειδικές γενικές μόνιμες έκτακτες χωρίς γλώσσες ακαταλαβίστικες που βγάζουν νόημα χωρίς τροφή για κότες χωρίς αυτούς χωρίς μαχαίρι χωρίς χλωρίνη χωρίς μελάνι χωρίς πρόσωπο
περόνη στην αριστερή του ρώγα
στ' αστέρια μαύρα τριαντάφυλλα
μαδούσανε οι φίλοι
μπαίνανε σ' άλλο δέρμα
εμ, έδινε έμπνευση το σκάμμα του αποκάτω
γι' αυτό έμπηγα καρφίτσες στην κοιλιά
να φεύγουν τα τσιμπούρια
εγώ φορούσα εσένα,
εσύ εμένα,
καλλιγραφίες κάναμε
ζήλος μεγάλος
αγχωνόμασταν με κόλλες
ήρθαν μετά
μας βρήκανε
σκυφτούς με χείλη μαυρισμένα
στο βιουμάστερ
Μες σε κουκούλια από λάτεξ
κρύβεται η «αδερφή» ελπίδα μας.
Καλύπτεται απ’το μπλε μιας φλεγμονής
και απειλεί με μακρυκάνικα στουπιά
το αγύμναστο κομμάτι της
Απροσεξίας.
Σκάει σαν πρόωρο, τρομακτικό στο έδαφος
ενώ ζουμιά λιπαίνουν τα μαχαίρια.
Μα πριν πνιγεί
κρατιόμαστε από έλατα και ελιές
ν’ ανέβουμε,
«Θεέ μου» λέγοντας,
θολοί τους τοίχους, όχι με σκάλες
αλλά σύρματα.
Κατηφορίζοντας και στρίβοντας
σε πόρτες που φιλοξενούν
χορταριασμένους φιόγκους.
Κάποιου υπογείου φοίτησης.
Ώσπου χτυπάει η καμπάνα.
Τετάρτη,
ένα απόγευμα
που αν δεν ξημερώνει,
είναι που ό,τι κοιτάει σταθερά μέσα στο σπίτι
ψάχνει να σπάσει το παράθυρο.
Για να ματώσει η τρέλα.
Ο κύριος Κώνος είναι πάτωμα ντελίριο.
Το τσίρκο τον ζητάει για γούρι.
Αυτός είναι σεμνός.
Δεν μπλέκεται με θεάματα και φώτα.
Κερνάει άμα είσαι κουρασμένος
και θες να πελαγώσεις.
Μοιράζει όσες του απομένουν καραμέλες
ενός περιοδεύοντος που κάθε 15
σε ξέφωτα με βρώμικους φανούς συχνάζει.
«Καθαρίζει» για τους άτυχους.
Στα φορτηγά πετάει φθόνους.
Δεν είναι αστείος, κρατάει λαμπάδα.
Με κάνει να κλαίω από τα γέλια που κρατάει λαμπάδα.
Πώς, λέει, θα δώσει το τσίρκο την τελευταία του παράσταση?
Στην κόρη τους καθρεφτιζόταν
ένα νησί αποκολλημένο
πάνω σε μια ονειροκαταιγίδα
κολύμπαγε στη θάλασσα
που' χαν πετάξει τα παιχνίδια
της χειροκίνητης γενιάς
για να πεθαίνουν
άκλαυτα
γλιστρώντας μες στην πίσσα και το λίπος
πίσω από ωρολογιακές κουβέντες
χώνονταν φίλοι, κούκλες και αργίες
μέσα σε κούτες από σπίρτα.
και προχωρούσανε μαζί
στο δρόμο που έδειχνε το καζανάκι
ώσπου να τιναχτούν τα ξυπνητήρια
Την τέφρα των ψόφιων φυλακών σας θέλω.
Για να λαδώνω τις πληγές.
Εσείς που ξέρω ότι λυπάστε,που θ’αντιτείνετε μια μέρα,
«κρίμα,μπορούσε και αλλιώς».
Το τσίγκινο δοχείο να κρατάτε θέλω.
Να με στριμώξετε, δυο λόγια να μου πείτε,
Για την απλότητα που δεν μπορώ να δω,
Για την απόσταση που αγωνίστηκα να έχω,
Για το χαμένο άροτρο που σκούριασε
Και ασπρίζει τους κροτάφους.
Εγώ ακούμπησα και λέρωσα λιγάκι
Και να θυμάμαι θέλω.
Κι έτσι γελάω μηχανικά, όταν κάποιος πέφτει,
Και περιμένω ήσυχα να έρθει η σειρά μου,
Για να γελάσουν κι άλλοι.
Σαν φύλακας της στέγης,το χέρι μου στην αστραπή
Για αλεξικέραυνο,για οδύνη,
Θέλω.
Είναι που προσδοκώ το πάθημά μου.
Που με τη βία πίσω μου το άφησα
Και δέθηκα πισθάγκωνα με δαύτο.
Στην ίδια άκρη της πόλης
Ο ασφαλίτης
Κυκλοφορεί τα βράδια
Αθέατος
Φορώντας
το τυχερό του βρακί
Με τα φωσφοριζέ τουφέκια
και τις βιονικές φάκες.
Ο ασφαλίτης είναι ο ήρωας
των παιδικών μας χρόνων.
Ο απατεωνάκος που τρώει
τα αποφάγια αυτών που καρφώνει.
Αφήνει πίσω του
άδειες συσκευασίες μόλτο τσάμπιον.
Μπορεί με το σουγιά του
να σου ξεσκίσει το καλσόν
Και να γεννήσει τα παιδιά σου.
Είναι παράφρων σε σημείο που τον χρειάζεσαι.
Ένα σπίτι πλωτό
Σε κλουβί γεννημένο
Μπογιατίστηκε θέλοντας
Κι εσένα.
Κι εμένα.
Κι αυτόν που είχα.
Κι αυτόν που είχες.
Αλλά για λίγο
Λίγο πολύ.
Μετά ξεχνούσα τ’ όνομά μου
Σπίτι με γύρναγαν πρωί να συγυρίσω.
Σαν κακός.
Θα γίνω σαν αυτόν τον κάποιον
καλός και άγιος και καινούριος
απλός και γνήσιος
με ομόνοια στο φρόνημα
λιβάνια και φαλάγγια κόπων στο χαρτί.
Στείλε αφοσίωση σ' αυτόν που ξέρει τι ζητάς
και το φαί σου θα στο δέσει με τον κύβο
με νεύρα που αντηχούν -θα σκέφτεσαι κομψά
κάτοικε του Πογκρόμ-
ως πέρα κάτω από τους γερανούς,
τους πρόθυμους αναγνωστάριους,
τους χολικούς και πρόσφατα δαρμένους.
Έλα άλογο που θέλει χαλινάρι,
κολλύριο αποδοχής και θα υπάρξεις στη μικρή σου πόλη
έπειτα.
Κάντο να μοιάζει με αυτόν τον κάποιον.
Να μπαίνει σε σελίδες και να χωράει σε κασετίνες,
να γράφεται στις τουαλέτες των σχολείων,
να δέχεσαι τηλέφωνα και να' ναι το βραβείο.
Υπάρχει ένας Θεός, πατέρας, παντομίμος και για σένα
κειμενογράφε της προφυλαγμένης αλητείας
μ' ένα σκληρό ψωμί είσαι κεφάτος
γιατί η εκτίμηση είναι το δώρο της δεκαπεντάλεπτης θυσίας σου.
Και πάλι φίλοι.
Άρχοντες, κουρελούδες και βαρθολομιοί
προκρίνονται για το καρότο.
Σ' αυτό το πανδοχείο
στη μέση του Ατλαντικού
άνοιξα τα φτερά μου
αποκοιμήθηκα ένα τρίλεπτο
κι αυτά σήκωσαν σκόνη μέχρι τη Σαχάρα
κάποιος μου μίλησε σε ξένη γλώσσα
έμαθα αργότερα ότι ήταν αγγλικά
μου έλεγε να μείνουμε κάτω απ' το νερό
και μου' κλεισες το στόμα
Ήθελα να σου πω ότι μούσκεψε το φουστάνι μου
ότι φοβόμουνα και ήθελα να φύγω
αλλά δε μ' άφησες
Σε είχα αγοράσει για 100 δραχμές
και ήθελα να φύγω
εκείνη τη στιγμή,
να πω ότι ήσουν επικίνδυνος.
Πάντα το θέλω
πάντα θέλω να δω τι γίνεται στο τέλος
χωρίς την ενδιάμεση αγωνία.
μα μοιραζόμασταν τα ίδια χούγια πρώτα και ύστερα
Τότε μου έλεγες για κάμερα μέσα σ' ένα κουτί
που θα' βαζες κρυφά στην αίθουσα
και θα τραβούσες χωρίς να υποπτευθούν οι άλλοι
Θα ήμασταν προνομιούχοι
Θα ζούσαμε σ' ένα πανί για πάντα.
Τώρα μπορώ να έχω όλο το αφιέρωμα δικό μου
χωρίς κανέναν ανταγωνισμό
Μπορώ να είμαι δόκτορας της άχρηστης πληροφορίας
γιατί είμαι ο μόνος διεκδικητής.
Μπορώ να έχω όλο το βυθισμένο πλοίο
και μια αφίσα που θα δείχνει
το ταξίδι χωρίς να σ'έχω συναντήσει,
αφού σ΄ αγόρασα.
για 100 δραχμές.
και ήμουν μες στην αγωνία
ένα ευτυχισμένο κατακάθι
που κύκλωνε το μύθο
ο έρωτάς μου δε σταματούσε σε γωνίες,
δεν αναγνώριζε ούτε σύνορα, ούτε φάτσες φτωχές,
ήταν το αύριο σταματημένο σε μια προπέλα που
έσκιζε το προσδόκιμο
και όταν πέταξες το κιβώτιο και το είδα
ήξερα ότι η φιλοδοξία σου είχε εκπληρωθεί
και ότι δε σ' ένοιαζε ποτέ
ότι η τσουγκράνα που αναμούχλευε την άμμο
ήταν δικιά σου, δικιά σου και η κάρτα, μου την έδωσες
γιατί έτσι θα σ' έκανες χαρούμενο
κι εμένα αλκοολική
με το νερό του ωκεανού
πλησίασα και κοίταξα τη φάτσα μου στο τζάμι
απ' το πλάι
και κούνησε μια τρίχα αντιδραστικά το χέρι της
μόνο αυτή ήταν δικιά μου
Την πήρα και την πούλησα,
για 186 ολόκληρα λεπτά
έφτιαξα καρτ ποστάλ εμένα αγκαλιά
με το παγόβουνο
και στο' στειλα να δεις ότι είναι αληθινό
και να λυγίσεις μια στιγμή
αργά το βράδυ πριν ξαπλώσεις.
Με μία απόχη χωρίς λέξεις χωρίς πάνες χωρίς τζαμένια φέρετρα χωρίς απολογίες χωρίς χρέη που ξεπηδούν ζητώντας πληρωμή χωρίς την ανανέωση της πίστης και όρκων που δε βρίσκουνε παρόν χωρίς φανταστικές ανισώσεις που οδηγούν σε κορυφές και πρόποδες χωρίς κάποιον να στέκεται σε τίποτα απ' τα δύο χωρίς μνήμες χωρίς λάθη χωρίς συμβολισμούς χωρίς ταυτίσεις και αναμνήσεις με ελέγχους χωρίς ελέγχους με χρόνο καμένο μέσα σ' ένα δέντρο αλλά χωρίς το τέλειο χωρίς τη γνώση του χωρίς τη δυστυχία της χωρίς τη μολυσματική ασθένεια της υποψίας και του κακόφωνου τρελού που λέει "μπούρδες" -εγώ τα λέω εγώ τ' ακούω- χωρίς τα χαρτομάντιλα ή τα μπρελόκ χωρίς την άσφαλτο χωρίς τσιγάρα με τσιγάρα με σέσουλες και κούραση ταυτόχρονα με επιφάνεια με σάλτο στην πισίνα διαστημικής ταράτσας χωρίς φίλους που λένε ακόμα σ' αγαπώ χωρίς αυτοκόλλητα από γαριδάκια χωρίς παπούτσια με αερόσολες μόνο ριμπάουντ με τύψεις με κυνήγι στα αβαθή για το χαμένο χρυσάφι χωρίς τον σιωπηλό με τον σιωπηλό χωρίς οίκτο χωρίς αντοχή χωρίς μια στιγμιαία άφεση εαυτού χωρίς να διαφαίνεται ο λόγος χωρίς να μένει γη κάτω απ'τα πόδια μας απ΄τη νεροποντή χωρίς να στέκουμε στο ίδιο μέρος πλέον χωρίς να στέκαμε κάπου γόνιμα ποτέ με λύσσα με πρακτική βεβαιότητα χωρίς απάτες μεταμόρφωσης χωρίς τρικλοποδιές στα σκαλοπάτια χωρίς ανάγκες ειδικές γενικές μόνιμες έκτακτες χωρίς γλώσσες ακαταλαβίστικες που βγάζουν νόημα χωρίς τροφή για κότες χωρίς αυτούς χωρίς μαχαίρι χωρίς χλωρίνη χωρίς μελάνι χωρίς πρόσωπο
περόνη στην αριστερή του ρώγα
στ' αστέρια μαύρα τριαντάφυλλα
μαδούσανε οι φίλοι
μπαίνανε σ' άλλο δέρμα
εμ, έδινε έμπνευση το σκάμμα του αποκάτω
γι' αυτό έμπηγα καρφίτσες στην κοιλιά
να φεύγουν τα τσιμπούρια
εγώ φορούσα εσένα,
εσύ εμένα,
καλλιγραφίες κάναμε
ζήλος μεγάλος
αγχωνόμασταν με κόλλες
ήρθαν μετά
μας βρήκανε
σκυφτούς με χείλη μαυρισμένα
στο βιουμάστερ
Μες σε κουκούλια από λάτεξ
κρύβεται η «αδερφή» ελπίδα μας.
Καλύπτεται απ’το μπλε μιας φλεγμονής
και απειλεί με μακρυκάνικα στουπιά
το αγύμναστο κομμάτι της
Απροσεξίας.
Σκάει σαν πρόωρο, τρομακτικό στο έδαφος
ενώ ζουμιά λιπαίνουν τα μαχαίρια.
Μα πριν πνιγεί
κρατιόμαστε από έλατα και ελιές
ν’ ανέβουμε,
«Θεέ μου» λέγοντας,
θολοί τους τοίχους, όχι με σκάλες
αλλά σύρματα.
Κατηφορίζοντας και στρίβοντας
σε πόρτες που φιλοξενούν
χορταριασμένους φιόγκους.
Κάποιου υπογείου φοίτησης.
Ώσπου χτυπάει η καμπάνα.
Τετάρτη,
ένα απόγευμα
που αν δεν ξημερώνει,
είναι που ό,τι κοιτάει σταθερά μέσα στο σπίτι
ψάχνει να σπάσει το παράθυρο.
Για να ματώσει η τρέλα.
Ο κύριος Κώνος είναι πάτωμα ντελίριο.
Το τσίρκο τον ζητάει για γούρι.
Αυτός είναι σεμνός.
Δεν μπλέκεται με θεάματα και φώτα.
Κερνάει άμα είσαι κουρασμένος
και θες να πελαγώσεις.
Μοιράζει όσες του απομένουν καραμέλες
ενός περιοδεύοντος που κάθε 15
σε ξέφωτα με βρώμικους φανούς συχνάζει.
«Καθαρίζει» για τους άτυχους.
Στα φορτηγά πετάει φθόνους.
Δεν είναι αστείος, κρατάει λαμπάδα.
Με κάνει να κλαίω από τα γέλια που κρατάει λαμπάδα.
Πώς, λέει, θα δώσει το τσίρκο την τελευταία του παράσταση?
Στην κόρη τους καθρεφτιζόταν
ένα νησί αποκολλημένο
πάνω σε μια ονειροκαταιγίδα
κολύμπαγε στη θάλασσα
που' χαν πετάξει τα παιχνίδια
της χειροκίνητης γενιάς
για να πεθαίνουν
άκλαυτα
γλιστρώντας μες στην πίσσα και το λίπος
πίσω από ωρολογιακές κουβέντες
χώνονταν φίλοι, κούκλες και αργίες
μέσα σε κούτες από σπίρτα.
και προχωρούσανε μαζί
στο δρόμο που έδειχνε το καζανάκι
ώσπου να τιναχτούν τα ξυπνητήρια
Την τέφρα των ψόφιων φυλακών σας θέλω.
Για να λαδώνω τις πληγές.
Εσείς που ξέρω ότι λυπάστε,που θ’αντιτείνετε μια μέρα,
«κρίμα,μπορούσε και αλλιώς».
Το τσίγκινο δοχείο να κρατάτε θέλω.
Να με στριμώξετε, δυο λόγια να μου πείτε,
Για την απλότητα που δεν μπορώ να δω,
Για την απόσταση που αγωνίστηκα να έχω,
Για το χαμένο άροτρο που σκούριασε
Και ασπρίζει τους κροτάφους.
Εγώ ακούμπησα και λέρωσα λιγάκι
Και να θυμάμαι θέλω.
Κι έτσι γελάω μηχανικά, όταν κάποιος πέφτει,
Και περιμένω ήσυχα να έρθει η σειρά μου,
Για να γελάσουν κι άλλοι.
Σαν φύλακας της στέγης,το χέρι μου στην αστραπή
Για αλεξικέραυνο,για οδύνη,
Θέλω.
Είναι που προσδοκώ το πάθημά μου.
Που με τη βία πίσω μου το άφησα
Και δέθηκα πισθάγκωνα με δαύτο.
Στην ίδια άκρη της πόλης
Ο ασφαλίτης
Κυκλοφορεί τα βράδια
Αθέατος
Φορώντας
το τυχερό του βρακί
Με τα φωσφοριζέ τουφέκια
και τις βιονικές φάκες.
Ο ασφαλίτης είναι ο ήρωας
των παιδικών μας χρόνων.
Ο απατεωνάκος που τρώει
τα αποφάγια αυτών που καρφώνει.
Αφήνει πίσω του
άδειες συσκευασίες μόλτο τσάμπιον.
Μπορεί με το σουγιά του
να σου ξεσκίσει το καλσόν
Και να γεννήσει τα παιδιά σου.
Είναι παράφρων σε σημείο που τον χρειάζεσαι.
Ένα σπίτι πλωτό
Σε κλουβί γεννημένο
Μπογιατίστηκε θέλοντας
Κι εσένα.
Κι εμένα.
Κι αυτόν που είχα.
Κι αυτόν που είχες.
Αλλά για λίγο
Λίγο πολύ.
Μετά ξεχνούσα τ’ όνομά μου
Σπίτι με γύρναγαν πρωί να συγυρίσω.
Σαν κακός.
|
|
.
Copyright © 2014 DIOGEN pro culture magazine & Sabahudin Hadžialić
Design: Sabi / Autors & Sabahudin Hadžialić. Design LOGO - Stevo Basara.
Freelance gl. i odg. urednik od / Freelance Editor in chief as of 2009: Sabahudin Hadžialić
All Rights Reserved. Publisher online and owner: Sabahudin Hadžialić
WWW: http://sabihadzi.weebly.com
Contact Editorial board E-mail: [email protected];
Narudžbe/Order: [email protected]
Pošta/Mail: Freelance Editor in chief Sabahudin Hadžialić,
Grbavička 32, 71000 Sarajevo i/ili
Dr. Wagner 18/II, 70230 Bugojno, Bosna i Hercegovina
Design: Sabi / Autors & Sabahudin Hadžialić. Design LOGO - Stevo Basara.
Freelance gl. i odg. urednik od / Freelance Editor in chief as of 2009: Sabahudin Hadžialić
All Rights Reserved. Publisher online and owner: Sabahudin Hadžialić
WWW: http://sabihadzi.weebly.com
Contact Editorial board E-mail: [email protected];
Narudžbe/Order: [email protected]
Pošta/Mail: Freelance Editor in chief Sabahudin Hadžialić,
Grbavička 32, 71000 Sarajevo i/ili
Dr. Wagner 18/II, 70230 Bugojno, Bosna i Hercegovina